έλιγμα

έλιγμα
τό
1) завитушка, завиток;

έλιγμα κόμης — локон, завиток;

2) архит. , см. έλιξ 6

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έλιγμα" в других словарях:

  • ἕλιγμα — fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου …   Dictionary of Greek

  • έλιγμα — το, ατος 1. συστροφή, τύλιγμα. 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑλίγμασι — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγμασιν — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματα — ἕλιγμα fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματι — ἕλιγμα fold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματος — ἕλιγμα fold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλιγμα — εἵλιγμα, το (Α) βλ. έλιγμα …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. πλοκή, σκολιότης nexus, plicatura, tortuositas ἔλιγμα volutatio, involutio. Մանելն, իլն, եւ մանեալն. ոլորք. հիւսուած. շարամանութիւն. ... *Հայեցեալ ետես երանելին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»